- βερονίκη
- (veronica). Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των σκροφουλαριδών με 300 είδη, αυτοφυή στις εύκρατες και ψυχρές χώρες. Πολλά από αυτά είναι χαριτωμένες πόες που φυτρώνουν μέσα στους ερεικώνες, σε βοσκές και δάση. Στην ελληνική χλωρίδα περιλαμβάνονται 28 είδη, από τα οποία τέσσερα είναι τα σπουδαιότερα: η β. η φαρμακευτική τσάι της Ελβετίας. Έχει άνθη ανοιχτοκυανά και φύλλα ελλειψοειδή, οδοντωτά, που τα χρησιμοποιούν ως αφέψημα. Είναι πολυετές ποώδες φυτό με πυκνό τρίχωμα. Φύεται σε δάση και βοσκότοπους της Ελλάδας, και κυρίως της Θεσσαλίας. Πολλαπλασιάζεται και αναπτύσσεται εύκολα με σπέρματα και παραφυάδες. Η β.η περσική έχει λεπτούς βλαστούς και άνθη κυανά, με κάλυκα σταθερό και στεφάνη που πέφτει εύκολα. Η β.η χαμαιδρύς έχει άνθη μεγαλύτερα από τις προηγούμενες και πιο κυανά. Φυτρώνει σε λιβάδια, δάση και κατά μήκος των δρόμων σε ολόκληρη την Ελλάδα. Η β.η θεσσαλική έχει ιόχροα άνθη και φύεται σε αλπικούς βράχους των βουνών της Θεσσαλίας και της Αχαΐας. Ακόμα, υπάρχουν η β. η πελοποννησιακή και η β. η κυμβαλαρία, που φυτρώνει σε τοίχους, βράχους και ερείπια. Πολυάριθμα είδη είναι διακοσμητικά φυτά που κατάγονται κυρίως από τη Νέα Ζηλανδία, όπως η β. η ανδερσόνεια,η β. η ιτεόφυλλη και η β. η κομψή που είναι διαδεδομένη στην Ελλάδα.
Στο γένος βερονίκη υπάγονται πολυάριθμες πόες, που φυτρώνουν σε διάφορα περιβάλλοντα και φτάνουν τα 300 είδη.
Dictionary of Greek. 2013.